Γιγαντολέτωρ

Γιγαντολέτωρ
Γιγαντολέτης
giantkiller
masc nom sg
Γιγαντολέτωρ
giantkiller
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γιγαντολέτωρ — γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α) ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας( αντος) + ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (… …   Dictionary of Greek

  • γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… …   Dictionary of Greek

  • Γιγαντολέτορας — Γιγαντολέτης giantkiller masc acc pl Γιγαντολέτωρ giantkiller masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”